- δυσκατάλλακτος
- δῠσ-κατάλλακτος, ον,A hard to reconcile, Plu.2.13d, Ath. 14.625b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάλλακτος — δυσκατάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον η δυσκολία στη συνδιαλλαγή … Dictionary of Greek
δυσκατάλλακτον — δυσκατάλλακτος hard to reconcile masc/fem acc sg δυσκατάλλακτος hard to reconcile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάλλακτοι — δυσκατάλλακτος hard to reconcile masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)